ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Γράφει η Ελένη Γκίκα
Γράφει η Ελένη Γκίκα
Βασίλης Βασιλικός, «Ημερολόγιο Θάσου», εκδόσεις Gutenberg
Εξομολόγηση, επιστροφή, αυτογνωσία, η κιβωτός με τα τιμαλφή, οι ρίζες και ό,τι πιο κρυφό, μυστικό και δικό του αποτελεί για τον Βασίλη Βασιλικό ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Gutenberg.
«Ημερολόγια Θάσου» ο τίτλος του και αυτό είναι: η βίβλος και η δική του Οδύσσεια. Στο πατρικό του στη Θάσο όπου γράφοντας δεν γίνεται παρά να είσαι ο εαυτός σου, αποκαλυπτικός και ειλικρινής.
Στις σελίδες του βιβλίου «το χωριό του σε δυο παραλλαγές», τα ημερολόγιά του από τις 18 Αυγούστου του 2009 μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου του 2013, οι φίλοι του και η Θάσος, η Θάσος του Παπαδιαμάντη, η δική του η Θάσος και η Θάσος της Γραφής.
Ξαναγύρισαν σ’ αυτήν όταν η κόρη του Ευρυδίκη αναζητούσε ένα χωριό ως παιδί. Η Βάσω (Παπαντωνίου) η γυναίκα του ανάλαβε την ανάσταση του σπιτιού. Με ό,τι είχε και ό,τι έφεραν οι δυο του απ’ το Παρίσι. Τα στόλισε και τα ξανάστησε αλλιώς με φινέτσα, σεβασμό και στοργή. Κι έγινε ο δικός του παράδεισος έκτοτε, και για τον συγγραφέα «η δική του, μεγάλη επιστροφή»: «Νιώθω μια παράξενη ηρεμία κι ευδαιμονία, καθώς πρωτοκατοικώ το πατρικό μου σπίτι στη Θάσο. Τα πνεύματα των προγόνων σαν να με ευχαριστούν που το αποκατέστησα στις παλιές του δόξες. Τώρα έχουμε για πρώτη φορά ένα “εξοχικό”, ένα maison de champagne, που λένε οι Γάλλοι». Υποστηρίζει ο Βασίλης Βασιλικός και τ’ αναγνωρίζει:
«Είμαι ευτυχής σημαίνει ότι επέστρεψα εκεί απ’ όπου ξεκίνησε ο πατέρας μου. Αυτό αποτελεί και την κρυφή πηγή της τωρινής μου ευδαιμονίας. Είμαι ευτυχής που γύρισα στο νησί μου. Γράφω γιατί είμαι ευτυχισμένος που το κατοικώ».
Διαπιστώνοντας το ότι «Η γνησιότητα του αισθήματος φέρνει και τη γνησιότητα της γραφής».
Αποδεχόμενος ότι «Τελικά, το γράψιμο είναι μεγάλη ανακούφιση. Γράφοντας, δεν ενοχλείς κανέναν με εξωτερικούς θορύβους. Ο εσωτερικός ορυμαγδός είναι χωρίς ήχο».
Για να καταλήξει στο απόσταγμα, τελικά, την Κεντρική Ιδέα μιας γεμάτης ζωής: «Κατά τ’ άλλα διαβιώ εν Θάσω, πένης μεν, πλην ευτυχισμένος, με τον αέρα, με το βουνό, με τη θάλασσα, με τους εδώ φίλους μου, με “αστυνομικά” και με τα βιβλία του Αντρέ Ζιντ. Μαζί με τη Βάσω, την Ευρυδίκη, την Έμιλυ, την Κίττυ, τον Οδυσσέα. Ένας Οδυσσέας κι εγώ, που επιστρέφει στη δική του Ιθάκη».
Στα «Ημερολόγια Θάσου» τα παιδικά χρόνια, η εφηβεία και το Παρίσι, η Ευρώπη, η λογοτεχνία, ο εαυτός και οι άλλοι: η Ντυράς, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ο Ελύτης, τα μολύβια και το τετράδιο της Βάσως που ολοένα γεμίζει, τα βασικά της γραφής. Η ιστορία της Θάσου, η ποιητική καθημερινότητα, οι πρόγονοι και η ζωή τους, η Εταιρία Συγγραφέων, οι αναμνήσεις ωσεί παρόν, ο ξανακερδισμένος χρόνος, τα αναγνώσματα, παππούδες, γιαγιάδες, όλος ο κόσμος, το άλεφ του εκεί. Οι ζώντες και τεθνεώτες, στο πιο γοητευτικό του βιβλίο, ημερολογιακά και πρωτοπρόσωπα, σαν ψίθυρος εκεί:
«Φαντάσματα του νου μου πια, σε ένα θεατρικό κύκλο με κιμωλία, κατάλαβα πως, αφού τους περιέχω μέσα μου και δεν έχω ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια απ’ την αγιογραφία του προσώπου τους, δεν είναι “υπάρξαντες” αλλά ”ζώντες”- και μάλιστα πιο ζωντανοί από πολλά φαντάσματα που κυκλοφορούν στις μέρες μας με σάρκα και οστά, ανάμεσά μας».
Δυο αποσπάσματα:
«Η Μελίνα. Είκοσι χρόνια του χρόνου από τον θάνατό της. Αν είναι δυνατόν! Και του παραχρόνου (2015) τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Calvino. Πώς καταφέρνω ακόμα να επιζώ; Θάνατος, Θάνατος, Θάνατος. Thanatopsis. Με το καλημέρα μου αναγγέλουν ποιος πέθανε. Τρεις φίλοι σε μια βδομάδα. Ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Καραμπέτ Καλφαγιάν, ο Γιώργος Νάσιουτζικ. Από δω και πέρα δεν θα έπρεπε να συναντώ κανέναν για να μη μάθω έναν καινούργιο θάνατο. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων είναι να πεθαίνουν. Εδώ στο χωριό, στο Θεολόγο, μέρα παρά μέρα, η καμπάνα της εκκλησιάς στη γειτονιά μου αναγγέλλει με τον πένθιμο τρόπο της μια ακόμα κηδεία. Και συναντώ όσους συνόδευσαν την έξοδο του νεκρού στο καφενείο του Τσίκνα, που πίνουν τον καφέ της παρηγοριάς και παίρνουν το σακουλάκι με τα κόλυβα φτιαγμένο δηλαδή στάρι.
Το σιτάρι στο συρτάρι χόρεψε συρτάκι.
Το στάρι πριν γίνει «στόρι» ήταν ένα στόρι στο παράθυρο.
Σύρθηκα, σούρθηκα στη Σύρο και στα Αντικύθηρα. Παξοί κι Αντιπαξοί. Φολέγανδρος και Σαμοθράκη. Ρίο κι Αντίρριο. Θάσος και Θασοπούλα.
Κερατωμένη Κεραμωτή με τα καρατομημένα καρπούζια σου.
(Φτάνει. Κουράστηκα. Ας πάω για ύπνο)».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΣΟΥ
Άχ, δεν θέλω να την πω. Δεν στέργω να πειράξω τα είδωλα. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι τ’ αγάλματα υπήρξαν κι αυτά κάποτε άνθρωποι. Κι ο συγγραφέας τον άνθρωπο εξετάζει, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, που ήταν κι ο μεγαλύτερος ποιητής της γενιάς του. Τον Οδυσσέα Ελύτη. Ε, θα το πω λοιπόν να ησυχάσω. Πάντα, όπως μου το είπε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, γιατί αυτόπτης μάρτυρας δεν υπήρξα, κι όπου δεν είμαι αυτόπτης μάρτυρας δεν βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο.
Συζούσε λοιπόν ο Σωσός (έτσι τον έλεγε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη) για πρώτη φορά στη ζωή του με εκπρόσωπο του άλλου φύλου. Στο σπίτι της. Ήταν η κατοπινή Μαρία Νεφέλη του έργου του- η πρώτη σαρκωμένη γυναίκα στη ποίησή του. Μέχρι τότε ήταν έφηβες κοπέλες, Μαρίνες των Βράχων, που είχαν «μια γεύση τρικυμίας στα χείλη».
Οπότε κάποια στιγμή, αναστατωμένος, αναφωνεί: «Μαργαρίτα, κατουράει!»- «Κι εσύ, Σωσό μου, κατουράς. Κι εμείς οι γυναίκες έχουμε αυτό το δικαίωμα». Ο ποιητής είχε μείνει κατάπληκτος, φαίνεται, με τον ήχο του υγρού πάνω στην υγρή επιφάνεια της λεκάνης. Κι υπήρξε σοκ για τον ίδιο. Ωστόσο από τη συμβίωση αυτή προέκυψε ένα σπουδαίο βιβλίο, η Μαρία Νεφέλη, όπου για πρώτη φορά το ακατέργαστο της ζωής εισβάλλει με δριμύτητα στο ποιητικό του σύμπαν».
_______________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου